- χολιώ
- -άω, Νχολιάζω («κι ουδέ μανίζει, ουδέ χολιά, αμή πολλά τσ' αρέσει», Ερωτόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος + κατάλ. -ιώ (πρβλ. ωχρ-ιώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χολιώ — βλ. χολιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελανιάζω — 1. κάνω κάτι ή κάποιον μαύρο ή μελανωπό («τόν μελάνιασε στο ξύλο») 2. γίνομαι μαύρος ή μελανωπός («μελάνιασα από το κρύο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μελανιώ κατά τα ρήματα σε άζω (πρβλ. δειλιῶ: δειλιάζω, χολιώ: χολιάζω)] … Dictionary of Greek
μηνιάζω — (I) μηνιάζω (Μ) βλ. μηναιάζω. (II) μηνιάζω (Α) μηνιώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνιῶ, κατά τα ρήματα σε άζω (πρβλ. χολιῶ: χολιάζω, δειλιῶ: δειλιάζω] … Dictionary of Greek
χολιάζω — και χολιώ και χολιάω χόλιασα, χολιασμένος 1. χολώνομαι εναντίον κάποιου, θυμώνω, κακιώνω: Χόλιασε μαζί μου και δε μου μιλάει. 2. πικραίνω, εξοργίζω κάποιον: Με χόλιασαν τα λόγια σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)